Τίμησε η Ένωση, στο αμφιθέατρο της Κρητικής Εστίας, τη μνήμη μιας ξεχωριστής προσωπικότητας των σύγχρονων Σφακιών, του παπα-Γιώργη Χιωτάκη.
Μίλησαν γι’ αυτόν τρεις άνθρωποι που τον έζησαν και δέθηκαν μαζί του, ο καθηγητής ΕΜΠ Γιάννης Πολυράκης, εμπνευστής και συντονιστής της εκδήλωσης, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης, ο δημοσιογράφος Γιώργος Πατρουδάκης. Αποσπάσματα των ομιλιών, πιο κάτω.
Ήταν εκεί και απόγονοί του. Η πρωτότοκη κόρη του Μαρία κι ο βενιαμίν Σήφης, κι εγγόνια του.
Ο Γιάννης Πολυράκης, εγγονός του επίσης ξεχωριστού Σφακιανού παπα-Πολύρη (1864-1941) που διαδέχτηκε στα δυτικά Σφακιά και το έλεγε με περηφάνια ο παπα-Γιώργης, θύμισε πως ο αείμνηστος γεννήθηκε στ’ Ασφέντου, το 1929 και γράμματα έμαθε στο Δημοτικό Σχολείο του Βουβά. Αγρότης, τυροκόμος, μελισσοκόμος, αλλά και θρησκευόμενος ιεροψάλτης, χειροτονήθηκε, διάκονος αρχικά, στις 20 Φεβρουαρίου του 1976, σε ηλικία 47 χρόνων, από τον μητροπολίτη Λάμπης και Σφακίων Θεόδωρο. Ιερέας, στη συνέχεια, με το μαύρο ράσο πάνω από τα καθημερινά του ρούχα, με τα στιβάνια, τα γένια, έναν απλό μαύρο σκούφο, το σακούλι στη πλάτη και με τη δύναμη της πίστης και τη φλόγα της ψυχής, ιερουργούσε στις ενορίες της Αγιά-Ρουμέλης και του Αη-Γιάννη, στο Λουτρό και στα Λιβανιανά. Με κοινωνική παρέμβαση και δράση στην «Ένωση Σφακιανών Παπάδων» (μαζί με τον Νικόλαο Γιαννουλάκη, τον Μιχάλη Δαμανάκη, τον Νικόλαο Παπαδόσηφο, τον Κωνσταντίνο Χομπίτη) που πρωτοστάτησε σε κινητοποιήσεις κατά της ξενοκρατίας και της δουλοπρέπειας, για μιαν Εκκλησία που αγκαλιάζει τους ανθρώπους. Πατέρας 11 παιδιών, νοιάστηκε για το δημογραφικό, για τη σφακιανή υφαντική, τη μελισσοκομία, την επιδότηση των ζωοτροφών.
«Ο παπά-Γιώργης ήταν ο ιερέας που βάφτισε το γιό μου Γιώργο στην εκκλησία του Αη-Γιάννη του Θεολόγου και συμμετείχε στο διήμερο γλέντι που ακολούθησε. Θυμάμαι ακόμη τα τραγούδια και τις μαντινάδες του. Επίσης είναι ο ιερέας που κήδευσε τους γονείς μου κι έκλαιγε.
Τελευταία φορά που τον συνάντησα στο χωριό μου, δυό χρόνια πριν πεθάνει, κι είχα τη μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση να διανυκτερεύσει στο σπίτι μου. Θα θυμάμαι πάντα εκείνο το βράδυ και την εικόνα του. Ήταν ανάλαφρος, μόνο πνεύμα και ιερή ζέση όπως πάντα, πάντα για το καλό των ανθρώπων, κάτι το ανώτερο. Του στρώσαμε στον οντά, το δωμάτιο του παπά-Πολύρη. Το πρωί μας χαιρέτησε και έφυγε… Το κρεβάτι και το δωμάτιο που έμεινε φαινόταν άθικτα λες και έμεινε εκεί ένα πνεύμα, ένας άγιος που δεν είχε ανάγκη από τίποτα υλικό.
Έφυγε για τους ουρανούς στις 20 Φεβρουαρίου του 2016 τη μέρα που χειροτονήθηκε.
Θυμάμαι που έλεγε.
«Δεν θέλει κανείς πολύ για να προοδεύσει, θέλει λίγο.
Μ’αυτό το λίγο λείπει από τους πολλούς».
Αυτός το είχε αυτό το λίγο…»
Τη σκυτάλη πήρε ο Νίκος Ψιλάκης: «Τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά κοντά στην Αράδαινα, ακατοίκητο χωριό, ρημαγμένο από το χτικιό του γδικιωμού. Ήταν τέλη της δεκαετίας του 1970. Μεγάλη αποκοτιά να πας εκείνα τα χρόνια στην Αράδαινα. Έπρεπε να διαβείς ένα μεγάλο φαράγγι, να κατεβείς στην κοίτη του από ένα μονοπάτι – περικοκλάδα, και ν’ ανηφορίσεις στην αντικρινή του πλευρά. Γέφυρα δεν υπήρχε ως το 1986. Κόπος πολύς, δρόμος δύσκολος. Μα για τούτον τον ακρίτα παπά δεν υπήρχαν εύκολα και δύσκολα. Υπήρχε μόνο το χρέος. Να μην αφήσει μήτε τους αγίους παραπονεμένους μήτε τους ανθρώπους.
Τον κοίταξα καλά, ήταν φρέσκος παπάς ακόμη. Φορούσε έναν μαύρο σκούφο σαν καρναβά κι είχε γένια πυκνά, όλα μαύρα. Αγριογένη τον είπα, μα σαν πρόσεξα καλά την μορφή του ένιωσα εκείνο το παράξενο σκίρτημα που νοιώθει κανείς όταν συναντά ανθρώπους ταγμένους στο καθήκον. Πρόσωπο λιοψημένο, σαν τα χαράκια της Μαδάρας κι αυτό, μα και ρόδινο, λες και το έλουζε διαρκώς το ανάριο φως της σφακιανής αυγής. Πίσω από τα σκληρά χαρακτηριστικά και τις πρώιμες αυλακιές των ρυτίδων φανερωνόταν μια ήρεμη μορφή: Αν της έβαζες φωτοστέφανο θα νόμιζες πως είχε ξεφυτρώσει από κάποια παλιά τοιχογραφία!
Έτσι περνούσε τότες τον καιρό του. Δρομέας ακαταλάγιαστος! Άνοιγε ρημαγμένες εκκλησιές, αναζητούσε μνήμες στα σπήλαια – κάποιες θεόκτιστες εκκλησιές, χωμένες στα σπλάχνα του βουνού, σπηλαιώδεις, είχαν χρόνια και χρόνια να λειτουργηθούν. Ο μαδαρίτης παπάς ανασήκωνε τα χώματα, γύρευε ξεχασμένες εικόνες, αναζητούσε κόκαλα παλιών ασκητών, αναζητούσε ίχνη μαρτύρων και ηρώων, ίσως και να μην ξεχώριζε τους ήρωες από τους μάρτυρες. Γι’ αυτό κι όταν μιλούσε για το ίνδαλμά του, τον Δασκαλογιάννη, κατέβαζε απαλά το κεφάλι λες κι έκανε υπόκλιση στη μνήμη του.
Έτσι τον γνώρισα. Παπά μέχρι το μεδούλι. Άνθρωπο που έμπαινε στα σπίτια, στις μάντρες, μιλούσε με τους ακρίτες. Και πάντα βιαστικό. Είχε χειροτονηθεί λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας. Ένας φωτισμένος δεσπότης τον είχε ανακαλύψει εκείνα τα χρόνια στα Σφακιά. Ήταν πολύτεκνος. Βοσκός, αγρότης, και μελισσοκόμος. Γράμματα πολλά δεν εκάτεχε. Μα ο δεσπότης είδε στα μάτια του εκείνη τη λάμψη που κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίσουν. – Θα σε χειροτονήσω παπά… Και τον χειροτόνησε!
Ξεσηκώθηκαν κάποιοι, χίλια προσχήματα βρήκαν («μα είναι δυνατόν να χειροτονούνται παπάδες χωρίς προσόντα; Χωρίς εκκλησιαστική παιδεία; Τόσες ιερατικές σχολές υπάρχουν…») Δεν ήξεραν, ίσως, ότι οι Παπά Γιώργηδες των Σφακιών δεν βγαίνουν από σχολές!».
Και έκλεισε ο κύκλος των ομιλιών με τον Γιώργο Πατρουδάκη: «Ο παπα-Γιώργης ήταν καρδιακός μου φίλος. Πολύτιμος καθοδηγητής στη δημοσιογραφική και λαογραφική μου έρευνα. Έχουμε ζήσει πολλά μαζί. Όταν τον φωτογράφιζα, μου έλεγε γελώντας τρανταχτά: «Αυτές να δείχνεις όντε ποθάνω, έτσι θέλω να με θυμούνται». Οποτε, τηρώντας την υπόσχεσή μου, δεν θα πω πολλά λόγια. Θα σας δείξω κυρίως φωτογραφίες που του άρεσαν, που κατά κάποιο τρόπο σκηνοθέτησε ο ίδιος.
Τις προηγούμενες μέρες που τις συγκέντρωνα, σκεφτόμουν ότι οι περισσότερες από αυτές ίσως τραβήχτηκαν μόνο για να σας τις δείξω σήμερα. Αυτός ήταν ο προορισμός τους. Έλεγε, «Οι ανήμποροι και οι βασανισμένοι έχουν ανάγκη την εκκλησία, οι γλεντιστάδες και οι πιωμένοι. Οι ενάρετοι δεν χρειάζονται ούτε θεία κοινωνία ούτε συμβουλές. Πρέπει να βλέπουμε την εκκλησία σαν το πατρικό μας και όχι σαν ένα χώρο αυστηρό γεμάτο απαγορεύσεις».
Όσο τον βαστούσαν τα πόδια του, δεν είχε σταματημό. Διένυε τεράστιες αποστάσεις για να μη μείνει κανένα χωριό αλειτούργητο και κανείς Άγιος παραπονεμένος. Τις μέρες του Πάσχα πέρναγε έναν πεζοπορικό Γολγοθά, χωρίς βέβαια ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται έτσι.
Θεωρούσε την εκκλησία σπίτι του. Κυριολεκτικά. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, συνήθιζε να κοιμάται στο σκληρό πάτωμα της Παναγίας, από το διανυκτερεύσει σε κάποιο άνετο δωμάτιο. Στο χωριό μου το Λουτρό του διέθεταν με την καρδιά τους δωμάτια αλλά αυτός αρνιόταν ευγενικά λέγοντας στον ένα ότι θα μείνει στον άλλο. Γι’ αυτό κουβάλαγε συχνά μαζί του έναν σάκο ζωοτροφών με κλινοσκεπάσματα. Τα έστρωνε στο πάτωμα της Παναγίας και έθετε.
Δεν τον άκουσα ποτέ να πει όχι σε κάποιον που χρειαζόταν τη συνδρομή του.
Δεν είχε ποτέ σημασία ποιος του ζητούσε κάτι, ή γιατί. Απλά σταματούσε ότι έκανε και έσπευδε. Πόσες φορές δεν έτυχε να ειδοποιεί τη γυναίκα του ότι το βράδυ θα είναι σπίτι και την επομένη της τηλεφωνούσε από το Ηράκλειο ή από τη Θεσσαλονίκη ή από την Αθήνα, εξηγώντας τους λόγους που δεν εμφανίστηκε!..»
Κατά πως έγραψε κι ο Κανάκης Γερωνυμάκης:
Ο παπα-Γιώργης,
«Δε σπούδασε εις τις σχολές και στη θεολογία
μα είχε μέσα στην καρδιά Χριστό και Παναγία.
Τα ράσα δεν τα φόρεσε σαν επαγγελματίας
μα υπηρέτης ήτανε λαού και εκκλησίας».